ταυτοποίηση

ταυτοποίηση
η, Ν [ταυτοποιώ]
ταύτιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • μονοζυγωτικός — ή, ό βιολ. όρος που αναφέρεται στα δίδυμα τα οποία προέρχονται από το ίδιο ωάριο και συνεπώς παρουσιάζουν μια γνήσια ταυτοποίηση …   Dictionary of Greek

  • αποτυπώματα DNA — Στο DNA του ανθρώπου υπάρχουν περιοχές στις οποίες παρατηρείται επανάληψη καθορισμένων διαδοχών νουκλεοτιδίων. Επειδή οι διαδοχές αυτές είναι χαρακτηριστικές για κάθε άνθρωπο και είναι οι ίδιες στο DNA όλων των κυττάρων του, ανεξάρτητα από τον… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλμαν, Άλφρεντ — (Alfred Gilman,Κονέκτικατ 1941 –). Αμερικανός βιοχημικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Γέιλ και του Κλίβελαντ στις ΗΠΑ. Ανακηρύχθηκε καθηγητής φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια το 1971 και στο πανεπιστήμιο του Ντάλας το 1981. Το 1994… …   Dictionary of Greek

  • ενεργοποίησης, ανάλυση — Αναλυτική μέθοδος υψηλής ακρίβειας, κατά την οποία ενεργοποιείται το προς ανάλυση υλικό, αφού ακτινοβοληθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα με σωμάτια υψηλών ενεργειών (συνήθως νετρόνια) ή ακτίνες γάμμα και στη συνέχεια προσδιορίζεται το είδος και… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • λεκτίνες — Ομάδα πρωτεϊνών, μη ανοσολογικής προέλευσης, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν αντιστρεπτά και με μεγάλη εξειδίκευση τους υδατάνθρακες, χωρίς να επιφέρουν καμία αλλαγή στη δομή τους. Οι λ. έχουν βρεθεί σχεδόν σε όλες τις φυλετικές ομάδες …   Dictionary of Greek

  • λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”